2005-08-22

έχει πανσέληνο…


Μέσα στο αυγουστιάτικο καταμεσήμερο, βρέθηκε η ΖΩΗ ξαπλωμένη σε τόπο ακαθόριστο βαριεστημένη, λες, και για ελάχιστες στιγμές ήταν σε αδράνεια. Σηκώθηκε αργά, νωχελικά.

Δεν ήταν ούτε νέα ούτε γριά, ούτε άσχημη ούτε όμορφη, φιγούρα και αυτή ακαθόριστη. Έπιασε με τα δυο της τα χέρια στο ύψος της μέσης της το φαρδύ πολύχρωμο φόρεμά της και με ημικυκλικές κινήσεις το τίναξε.

Από τις μαύρες πτυχές του, ψυχές πήραν το δρόμο για επάνω…από τις κόκκινες, αίμα, ρυάκια πλατιά από αίμα κύλησαν… από τις γκρίζες, πνιχτές φωνές αγωνίας ανθρώπινης, ουρλιαχτά πόνου και απόγνωσης ξεχύθηκαν στο χώρο… ο μήνας είχε 14…. Το παράκανα, σκέφτηκε, χωρίς ίχνος λύπης να αισθανθεί. Χάλασε η ισορροπία… πλήθυνε το κακό και οι συμφορές… θα δώσω τρεις στιγμές, τρεις ευκαιρίες και… όποιος προλάβει.

Άπλωσε το χέρι και η πρώτη στιγμή δόθηκε. Ένα ΗΛΙΟΒΑΣΙΛΕΜΑ κάπου και παντού στη γη. Ένα ηλιοβασίλεμα διαρκείας σαν αυτό που βλέπουν όσοι δυτικά ταξιδεύουν με αεροπλάνο την ώρα που πέφτει ο ήλιος. Γέμισε η φύση χρώματα ζεστά και γήινα, γέμισε η γη από την ώρα της αλήθειας.

Μας βρήκε αγκαλιά η πρώτη στιγμή και είδα τα χρώματα της δύσης μέσα στα μάτια σου, τα είδα πάνω στο σώμα σου. Είδα την αλήθεια μέσα στην ψυχή σου. Μαζί αγκαλιασμένοι (ντυμένοι ή γυμνοί, δεν έχει σημασία) σε μια παραλία του κόσμου.

Τη στιγμή αυτή έχασε τη μιλιά της η ανθρωπότητα και μέσα στην απόλυτη σιωπή ένα συναίσθημα κυριάρχησε, η ΕΛΠΙΔΑ γεννημένη από την ανακούφιση που αφήνουν τα δύσκολα όταν τελειώνουν, και η προσμονή του καλύτερου. Για μια μοναδική στιγμή όλοι ήλπισαν ότι, δεν μπορεί, κάτι καλό τους περιμένει.

Αγκαλιασμένους μας πήρε ο ύπνος και μετά τα μεσάνυχτα: «ματάκια μου… έχει πανσέληνο…» η δεύτερη στιγμή… πόση ΑΓΑΠΗ Θεέ μου και το χρώμα της ασημένιο ή χρυσαφί, γλυκό, απλώνεται παντού και γλυκαίνει τις ψυχές κατακλύζοντας  τα πάντα. Κουρνιάζω στην αγκαλιά σου και βυθίζομαι σε μια ανείπωτη ευδαιμονία. Η αγάπη, ο συνεκτικός μας δεσμός απλώνεται αργά, ήρεμα σε όλη τη γη και την τρίτη στιγμή, την ώρα που χάραζε, ο χρόνος πάλι σταμάτησε… «κοίτα, αφέντη μου, ξημερώνει»….

Μακριά στην Ινδία ένας πατέρας
βγάζει από το λάκκο το νεογέννητο κοριτσάκι του
και το αγκαλιάζει…

Κάπου στο Πακιστάν…
κλείνουν οι πληγές
στα χεράκια των ανήλικων κατασκευαστών
των χαλιών που απλώνουμε
στα μικροαστικά, ματαιόδοξα σαλόνια μας.

Οι πέτρες γυρίζουν στα χέρια
των αυτόκλητων εκτελεστών
κάπου στο Ζαΐρ…
όπλα φεύγουν από τα χέρια…
στην Αιθιοπία οι κούπες γεμίζουν με νερό …
……………………………………………………..
……………………………………………………..

Για μια στιγμή, μια μοναδική στιγμή, το καλό γενικεύτηκε…