2010-12-06

Βασιλική Δεδούση — Η ψυχή του ναυτικού




Όποιο μέρος του κορμιού μου κι αν στύψεις
θαλασσόνερο θα βγει.
Αρμυρό.

Με όπλο το νου, που ερευνά, συγκρίνει,
αποτυπώνει και φτάνει στη γνώση
το πλεούμενο —ένα με μένα που ‘ναι—,
επιδέξια ορίζω,
κι ο Άξενος Πόντος, Εύξεινος πια,
τον ιχνηλάτη του άπιαστου,
τον δαμαστή καλοδέχεται,
ερέτη επιδέξιο, παγιδευτή ψαρά,
κι έμπορο μεταπράτη.

Σε όρμους νηνεμίας απάνεμους,
καιροφύλακας των ανέμων των ούριων,
—προσμονή, υπομονή κι απαντοχής σκληράδα—
μέχρι να πνεύσει ο Ζέφυρος,
μέχρις η Λευκοθέα ν’ απλώσει τα λυτά μαλλιά,
μιαν αγκαλιά αφροστόλιστη
τριγύρω στο σκαρί μου,
για να ναι καλοτάξιδο.

Αυλακωμένα τα χέρια μου, δες.
Των χεριών οι παλάμες χαραγμένες βαθιά,
τραχιά των σκοινιών μονοπάτια,
της αγριάδας των κυμάτων καθρέφτες.

Όσο αγριεύει η θάλασσα,
τόσο η ψυχή βαθαίνει.

Το δικό μου το αύριο ξέρω τι κρύβει.
Ναυάγιο, φουρτούνα,
μπουρίνι άξαφνο, ολοσκότεινο,
για ταξίδι απρόσκοπτο,
όλα τα λογαριάζω προτού ν’ ανοίξω το πανί
και ξανοιχτώ στο πέλαγο.

Όντας χτυπάνε το σκαρί τα τρομερά δρολάπια
και ο πλατύς ορίζοντας απ’ τη ματιά μου φεύγει
και σμίγουν Γαία κι Ουρανός τέρατα να γεννήσουν,
τότες στυλώνονται γερά τα δυο μου τα ποδάρια,
χώνονται, λες, μέσα στη σάρκα του σκαριού,
βιδώνομαι και στο κατάρτι δένομαι
το κύμα μη με πάρει.

Κύμα το κύμα,
μια πάνω μετέωρος,
μια κάτω χαμένος στα άπατα βάθη,
παλεύω και μάχομαι
με στέρνο φουσκωμένο
από μιαν άγρια χαρά,
που όμοιά της καμιά οι στεριανοί δε γεύονται.

Την τραχιά μου την όψη
σμιλέψαν, χαράξαν οι άνεμοι,
του ήλιου η κάψα, οι καιροί οι αντίξοοι,
κι η διψασμένη αρμύρα της θάλασσας.
Μα πιότερο απ’ όλα, δώρο μου κάναν τη ματιά,
το καραβίσιο βλέμμα,
—αγριάδα και γλύκα μαζί—,
πόχει το χρώμα του χαλκού σαν αγριεύει το πέλαγο
το γαλανό και ξάστερο, όταν αυτό μερεύει.

Θαλασσογράφος πίνακας
σ’ όλα του Πόντου τα χρώματα.

Πλατιά η ψυχή σαν τη θάλασσα.
Η καρδιά, του κρυσταλλένιου νερού
καθάριο αντιφέγγισμα.

Τα λόγια μου λίγα, κοφτά και σταράτα,
καταφυγιώτες στις ρωγμές των κυμάτων,
αισθήσεων ο λόγος.
Μάινααα καρδιά, όρτσααα ψυχή.
Στις ρωγμές των κυμάτων τρυπώνουν οι λέξεις,
του πελάγου αντιβούισμα, χαραγμένος αχός
ζωντανεύουν το πέλαγο
και με τα πλάσματά του
αρχινώ τις κουβέντες.

Τα πελάγια ρεύματα οι δικοί μου οι δρόμοι.
Η ψυχή μου ακρόπρωρη
—άροτρο, λιβαδιών χαλκογάλανων—,
ορμητικά διαβαίνοντας
στα μάτια μου μπρος τους χαράζει
καθαρούς, διαυγείς για σταθερή πορεία.

Τις άφεγγες νυχτιές τις ατέλειωτες
τ’ αστροκεντήδια του θόλου του ουράνιου,
των εποχών ανάλογα,
οδηγοί μου για να βρω τη σωστή την πορεία.
Στης μέρας το φως,
των δελφινιών συντροφικά ξεπετάγματα,
αγαπημένοι φίλοι και πλοηγοί αλάνθαστοι.

Δεν την αντέχω την στεριά.
Αντραλίζομαι.
Στου σκαριού μου τη ράχη τα βήματά μου σταθερά,
το χώμα σαν πατώ παραπαίουν.
Της Γης και του Αιθέρα ο γιος,
ο Πόντος ο απέραντος,
το σπιτικό και το βιός μου.
Κι άμποτες, σαν έρθ’ η ώρα η καλή,
χώμα μη με σκεπάσει.
Η θάλασσα να με δεχτεί
κι ένα μ’ αυτή να γένω
Άμποτες.
Βασιλική Π. Δεδούση
Από την τραγωδία Προμηθεύς Πυρφόρος

2010-12-03

ΑΙΣΧΙΝΗ ΚΑΤΑ ΚΤΗΣΙΦΩΝΤΟΣ 3.9–12

 

ΑΙΣΧΙΝΗ ΚΑΤΑ ΚΤΗΣΙΦΩΝΤΟΣ 3.9–12
Ο νόμος απαγορεύει να τιμώνται οι άρχοντες πριν λογοδοτήσουν
Ο Αισχίνης με τον λόγο του αυτόν αντιστρατεύεται με γραφὴν παρανόμων στην πρόταση του Κτησιφώντα να τιμηθεί ο Δημοσθένης με χρυσό στεφάνι για τις υπηρεσίες του στην πόλη ενώ ακόμα ήταν άρχοντας.
30 Νοεμβρίου 2010
Μετάφραση: Βασιλική Δεδούση
[9] Περὶ μὲν οὖν τῆς ὅλης κατηγορίας μετρίως μοι ἐλπίζω προειρῆσθαι· περὶ δὲ αὐτῶν τῶν νόμων οἳ κεῖνταιπερὶ τῶν ὑπευθύνων, παρ’ οὓς τὸ ψήφισμα τυγχάνει γεγραφὼς Κτησιφῶν, διὰ βραχέων εἰπεῖν βούλομαι.
 
Ἐν γὰρ τοῖς ἔμπροσθεν χρόνοις ἄρχοντές τινες τὰς μεγίστας ἀρχὰς καὶ τὰς προσόδους διοικοῦντες, καὶ δωροδοκοῦντες περὶ ἕκαστα τούτων, προσλαμβάνοντες τούς τε ἐκ τοῦ βουλευτηρίου ῥήτορας καὶ τοὺς ἐκ τοῦ δήμου, πόρρωθεν προκατελάμβανον τὰς εὐθύνας ἐπαίνοις καὶ κηρύγμασιν, ὥστ’ ἐν ταῖς εὐθύναις εἰς τὴν μεγίστην μὲν ἀπορίαν ἀφικνεῖσθαι τοὺς κατηγόρους, πολὺ δὲ ἔτι μᾶλλον τοὺς δικαστάς.
[9] Σχετικά λοιπόν με την όλη κατηγορία νομίζω πως είναι αρκετά αυτά που είπα. Σχετικά όμως με τους νόμους που υπάρχουν γι' αυτούς που είναι υποχρεωμένοι να λογοδοτήσουν μετά τη λήξη της αρχής που διαχειρίστηκαν και τους οποίους παραβαίνοντας ο Κτησιφώντας έγραψε το ψήφισμά του, θέλω ν' αναφέρω λίγα λόγια.
Στα περασμένα χρόνια λοιπόν μερικοί άρχοντες, οι οποίοι αναλάμβαναν τα πιο μεγάλα αξιώματα και διαχειρίζονταν τα δημόσια έσοδα και οι οποίοι δωροδοκούνταν σε κάθε μια απ' τις περιπτώσεις αυτές, παίρνοντας με το μέρος τους τούς ρήτορες της βουλής και του δήμου, πολύ πριν τελειώσει ο χρόνος της αρχής που διαχειρίζονταν, κατόρθωναν να εξασφαλίσουν ευνοϊκές προϋποθέσεις για τη λογοδοσία τους με τιμητικά ψηφίσματα κι επαίνους, ώστε την ώρα που λογοδοτούσαν για τη διαχείριση της αρχής που ανάλαβαν να βρίσκονται σε μεγάλη αμηχανία όσοι ήθελαν να τους κατηγορήσουν και πολύ περισσότερο οι δικαστές.
[10] πολλοὶ γὰρ πάνυ τῶν ὑπευθύνων, ἐπ’ αὐτοφώρῳ κλέπται τῶν δημοσίων χρημάτων ὄντες ἐξελεγχόμενοι, διεφύγγανον ἐκ τῶν
δικαστηρίων, εἰκότως· ᾐσχύνοντο γὰρ οἶμαι οἱ δικασταί, εἰ φανήσεται ὁ αὐτὸς ἀνὴρ ἐν τῇ αὐτῇ πόλει, πρώην μέν ποτε ἀναγορευόμενος ἐν τοῖς ἀγῶσιν, ὅτι στεφανοῦται ἀρετῆς ἕνεκα καὶ δικαιοσύνης ὑπὸ τοῦ δήμου χρυσῷ στεφάνῳ, ὁ δὲ αὐτὸς ἀνὴρ μικρὸν ἐπισχὼν ἔξεισιν ἐκ τοῦ δικαστηρίου κλοπῆς ἕνεκα τὰς εὐθύνας ὠφληκώς·
ὥστε ἠναγκάζοντο τὴν ψῆφον φέρειν οἱ δικασταί, οὐ περὶ τοῦ παρόντος ἀδικήματος, ἀλλ’ ὑπὲρ τῆς αἰσχύνης τοῦ δήμου.
[10] Γι' αυτό πολλοί απ' αυτούς που ήσαν υποχρεωμένοι να λογοδοτήσουν, αν και πιάνονταν επ' αυτοφώρω να κλέβουν τα χρήματα του δημοσίου, γλύτωναν απ' τα δικαστήρια, και πολύ φυσικά. Γιατί, νομίζω, οι δικαστές θεωρούσαν ντροπή να φανεί ο ίδιος άνδρας, στην ίδια πόλη, ίσως μάλιστα και στον ίδιο χρόνο, ότι προ ολίγου ανακηρύχθηκε στους θεατρικούς αγώνες πως στεφανώθηκε απ' το δήμο με χρυσό στεφάνι ένεκα της αρετής του και της δικαιοσύνης του και ύστερ' από λίγο ο ίδιος αυτός άνδρας να φανεί ότι βγαίνει απ' το δικαστήριο ύστερ' απ' τη λογοδοσία του καταδικασμένος για κλοπή δημοσίων χρημάτων. Αναγκάζονταν λοιπόν οι δικαστές να ψηφίσουν όχι για να καταδικάσουν το έγκλημα που δίκαζαν εκείνη τη στιγμή, αλλά για να μη ντροπιάσουν το δήμο.
[11] Κατιδὼν δή τις ταῦτα νομοθέτης τίθησι νόμον καὶ μάλα καλῶς ἔχοντα, διαρρήδην ἀπαγορεύοντα τοὺς ὑπευθύνους μὴ στεφανοῦν. καὶ ταῦτα οὕτως εὖ προκατειληφότος τοῦ νομοθέτου, εὕρηνται κρείττονες λόγοι τῶν νόμων, οὓς εἰ μή τις ὑμῖν ἐρεῖ, λήσετε ἐξαπατηθέντες.
τούτων γὰρ τῶν τοὺς ὑπευθύνους στεφανούντων παρὰ τοὺς νόμους οἱ μὲν φύσει μέτριοί εἰσιν, εἰ δή τις ἐστὶ μέτριος τῶν τὰ παράνομα γραφόντων, ἀλλ’ οὖν προβάλλονταί γέ τι πρὸ τῆς αἰσχύνης. προσγράφουσι γὰρ πρὸς τὰ ψηφίσματα στεφανοῦν τὸν ὑπεύθυνον «ἐπειδὰν λόγον καὶ εὐθύνας τῆς ἀρχῆς δῷ.»
11] Όταν όμως κάποιος νομοθέτης αντιλήφθηκε την κατάσταση αυτή, θέσπισε νόμο πάρα πολύ σωστό, που απαγορεύει αυστηρά να στεφανώνονται όσοι είναι υποχρεωμένοι να λογοδοτήσουν. Εν τούτοις, αν και ο νομοθέτης πολύ καλά προνόησε γι' αυτά, έχουν επινοηθεί δικαιολογίες για να καταπατηθεί αυτός ο νόμος, τις οποίες αν κάποιος δεν σας τις υποδείξει, θα εξαπατηθείτε απ' αυτούς χωρίς να το καταλάβετε· γιατί, ανάμεσα σ' αυτούς που παράνομα προτείνουν να στεφανώνονται άρχοντες που δεν έχουν λογοδοτήσει, υπάρχουν μερικοί οι οποίοι από φυσικού τους είναι μετριοπαθείς, αν είναι βέβαια δυνατό να είναι μετριοπαθής κάποιος απ' αυτούς που προτείνουν παράνομα ψηφίσματα, αλλά καλύπτουν κάπως τη ντροπή της παρανομίας. Προσθέτουν δηλαδή στα ψηφίσματά τους να στεφανώνεται ο υπεύθυνος άρχοντας, αφού λογοδοτήσει για την αρχή που διαχειρίστηκε.
[12] Καὶ ἡ μὲν πόλις τὸ ἴσον ἀδίκημα ἀδικεῖται· προκαταλαμβάνονται γὰρ ἐπαίνοις καὶ στεφάνοις αἱ εὔθυναι· ὁ δὲ τὸ ψήφισμα γράφων ἐνδείκνυται τοῖς ἀκούουσιν, ὅτι γέγραφε μὲν παράνομα, αἰσχύνεται δὲ ἐφ’ οἷς ἡμάρτηκε. Κτησιφῶν δέ, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, ὑπερπηδήσας τὸν νόμον τὸν περὶ τῶν ὑπευθύνων κείμενον, καὶ τὴν πρόφασιν ἣν ἀρτίως προεῖπον ὑμῖν ἀνελών, πρὶν λόγον πρὶν εὐθύνας δοῦναι γέγραφε μεταξὺ Δημοσθένην ἄρχοντα στεφανοῦν.
[12] Και η πόλη παθαίνει πάλι την ίδια αδικία, γιατί δημιουργούνται ευνοϊκές προϋποθέσεις για τη λογοδοσία με την πρόταση να επαινεθεί και να στεφανωθεί ο υπεύθυνος αλλ' αυτός που προτείνει το ψήφισμα δεν κρύβει απ' τους ακροατές του ότι πρότεινε παράνομες προτάσεις, ντρέπεται όμως για τα σφάλματα που έκανε. Ο Κτησιφώντας όμως, άνδρες Αθηναίοι, παραβαίνοντας το νόμο που υπάρχει για τους υπεύθυνους άρχοντες και χωρίς να προσθέσει τη δικαιολογία που εγώ προηγουμένως σας ανέφερα, πρότεινε να στεφανωθεί ο Δημοσθένης, πριν λογοδοτήσει για την αρχή που διαχειρίστηκε,

Ἑλληνικά