2018-08-24

Βασιλική Δεδούση — Το μυστικό συρτάρι

Louis-Charles Verwée (Belgian, d. 1882), “Mother’s Treasure”
«Εγώ θα φύγω τώρα» είπε 
«πρόσεχε να μην ανοίξει κανένας αδιάκριτος
    το μυστικό συρτάρι»
«κι αν τ’ ανοίξει τι θα γίνει;» 
«θα φύγουν τα Χριστούγεννα»
    «και συ πού πας;»
 δεν ήταν η ώρα για αγάπης περίπατο –
«πάω στο πανηγύρι να πάρω λίγο φως και πέντε
    νότες»
δεν έχει σκοτεινιάσει ακόμα, μα σώπασα κι έγινα 
- για πόση ώρα;-
    ο φύλακας των Χριστουγέννων
τελικά δεν έχει καμιά σημασία, όλο και κάποιος θα γιορτάζει…

Να γιατί λεν τους ποιητές στρυφνούς και ακατανόητους
                                         εκτός κι αν κάποιος τους αγαπάει για το 
φευγιό τους. 

2018-05-16

Βασιλική Δεδούση — Αγάπη

The Raising of the Cross, Peter Paul Rubens
Κι όταν ένα παιδί σε ρώτησε «Δάσκαλε, τι πα να πει Αγάπη;»
τράβηξες απ’ τους ώμους Σου της αμαρτίας το τριδέντρι
    στο χώμα το απόθεσες και
σταυρωτά καρφώθηκες 
                                      επάνω του.

Βασιλική Δεδούση — Καλαθοπλέκτες

ARTHUR HOPKINS "The Visitor" 

Μετά το μεσονύχτι ασταμάτητα
βρέφη και νήπια μες στη σιωπή πλέκουνε καλαθάκια και
    πριν χαράξει
το δρόμο παίρνουν  για τα σπίτια της δυτικής μας ερημιάς,
επαίτες βιαστικοί για δυο σταγόνες γάλα και δυο μέλι, για μια μπουκιά ψωμί
πέρα μακριά
    τα περιμένει Εκείνος
τις δυο σταγόνες γάλα, τις άλλες δύο μέλι και τη μια μπουκιά ψωμί
    να πολλαπλασιάσει
και να χορτάσει πεινασμένους, υπερπολλαπλάσιους
    των πεντακισχιλίων,
                                       της κοινωνίας της αφθονίας μας.

2018-05-13

«Να, τα Δικά Μου Ασημικά!»

Μια φορά (και σε καιρό αληθινό) ήταν μια μανούλα που είχε τέσσερα παιδάκια. 
Το μεγαλύτερο ήταν έξι χρονών και το μικρότερο ίσα που μπουσούλαγε. 
Μόλις είχε μετακομίσει η οικογένεια στο δικό της σπιτάκι. Είχαν βάλει μέσα τα απαραίτητα και πολλά ακόμα έλειπαν για να το τελειώσουν. Σιγά-σιγά, όλα θα γίνουν, σκεφτόταν και μια χαρά μεγάλωναν τα βλασταράκια της.

Ένα απόγευμα χτυπάει το κουδούνι. 
Μια γειτόνισσα ήρθε για επίσκεψη.
Η πόρτα άνοιξε χαρούμενα και η άγνωστη κάθισε στο σαλόνι.
Άρχισε να μελετάει τους χώρους αδιάκριτα και μετά τα τυπικά, για καλή εγκατάσταση και τα παρόμοια, έκανε το μεγάλο λάθος.
— «Βλέπω ότι ακόμα δεν έχετε επιπλώσει το σπίτι», είπε με το θράσος που δίνει η αίσθηση της "ανωτερότητας".
— Όλα θα γίνουν, απάντησε η μανούλα, προσπαθώντας να φανεί ευγενική.
— Εδώ, αυτή η γωνιά είναι ό,τι πρέπει για να βάλεις μια βιτρίνα για τα ασημικά σου, συνέχισε η άλλη.
— Ααα, τα ασημικά μου!! Δεν το είχα σκεφτεί. Μισό λεπτάκι παρακαλώ. Είπε η μανούλα και άνοιξε την πόρτα που οδηγούσε στα υπνοδωμάτια.
— Παιδιά, ελάτε λίγο που σας θέλω...

Σε ένα λεπτάκι τα παιδάκια παρουσιάστηκαν. 
Πρώτα τα μεγαλύτερα μέσα στις μπογιές ζωγραφικής και αμέσως μετά ο τρίτος μπόμπιρας κουβαλώντας και σέρνοντας σχεδόν το μικρό αδερφάκι του.
Αυτό που είδε η γειτόνισσα δεν πρόκειται να το ξεχάσει. 
Και αυτά που άκουσε ίσως να της έδωσαν ένα καλό μάθημα.
Ο πιτσιρίκος που έσερνε το μικρό, είχε πασαλειφτεί ολόκληρος σχεδόν με μερέντα στα χεράκια και το πρόσωπο και το μωράκι, μέσα στη μερέντα και αυτό γλυφόταν με ευχαρίστηση.

— Ααα!! έκανε η ξένη, λερώθηκαν!!
— Να, τα δικά μου ασημικά! Είπε με καμάρι η μάνα.

Η γειτόνισσα, όπως έμαθα, δεν επισκέφτηκε άλλη φορά τη μανούλα, που δεν είχε ασημικά για να βάλει σε έπιπλο, αλλά ασημικά και μαλάματα της καρδιάς της, πασαλειμμένα με μερέντα και χρώματα ζωγραφικής.

Το Χαμομηλάκι