2015-12-19

Εκκλησιαστής 5, 9-19: ᾿Αγαπῶν ἀργύριον οὐ πλησθήσεται ἀργυρίου·

Ο παθιασμένος με τα χρήματα ποτέ δε θα χορτάσει.
Απληστία - Greed - MTG by IzzyMedrano
Ποιητική απόδοση: 
Βασιλική Δεδούση - Πολυχρονοπούλου

Ο παθιασμένος με τα χρήματα
ποτέ δε θα χορτάσει.
Και ποιο το κέρδος 
από τα πλούτη τα πολλά και τα γενήματά τους;
Όλα, κέρδη και πλούτη, μάταια.

Όσο πληθαίνουν τ΄ αγαθά,
μαζεύονται και οι άχρηστοι
οπού τα κατατρώγουν.
Και ποιο είναι τάχα τ’ όφελος
του πλούσιου που τα ‘χει,
παρά να βλέπει,
έτσι μπροστά στα μάτια του,
τ’ αγαπημένο του το βιός
αυτοί να σπαταλούνε;

Ο τίμιος ο δουλευτής,
για λίγο φάει, για πολύ,
γλυκόν έχει τον ύπνο.
Από την άλλη ο πάμπλουτος,
από τις έγνοιες τις πολλές
και την αχορτασιά του,
δεν ημπορεί ποτέ γλυκά
τα μάτια του να κλείσει.

Μιαν άλλη αρρώστια, ολέθρια
είδα στη γη να υπάρχει.
Τον πλούτο, που σωρεύεται
και μόνο βλάβες φοβερές
στον κάτοχό του φέρνει.

Και έρχεται ώρα κακιά,
κι ο πλούτος πάει,
σαν τον καπνό σκορπίζεται,
και στο παιδί που γέννησε
από τα πλούτη τα πολλά
τίποτα δεν του έμεινε
κληρονομιά να δώσει.

Γυμνός γεννιέται ο άνθρωπος,
γυμνός στο χώμα μπαίνει.
Μένουν τα χέρια του αδειανά
και δεν τον συντροφεύουν
τα αγαθά των κόπων του
στο ύστερο ταξίδι.

Και τούτο είναι βέβαια
ακόμα λυπηρότερο,
αφού, έτσι, όπως ήρθε, φεύγει.
Και ποιο το κέρδος του λοιπόν,
που σ΄ όλη του τη ζήση
τον άπιαστο τον άνεμο
συνέχεια κυνηγούσε;

Και όλες οι μέρες βέβαια
του πλεονέκτη άνθρωπου
είναι σκοταδιασμένες,
μέσα σε πένθος και οργή,
σε βάσανα και πόνους.
Όλη τη ζήση την περνά
μ΄έγνοιες αρρωστημένες.

Και να ποιο είναι το καλό
που ευτυχία φέρνει.
Ο άνθρωπος να τρώει, να πίνει
και τα καλά που κέρδισε με μόχθο
και κοπιάζοντας, για όσες μέρες ο Θεός
έδωσε στη ζωή του,
ν' απολαμβάνει με χαρά.
Αυτό είναι το κέρδος του,
αυτό το μερτικό του.

Σε όποιον έδωσ' ο Θεός πλούτη πολλά
και υπάρχοντα,
του 'δωσε και την άδεια
να χαίρεται τα δώρα,
να παίρνει τη μερίδα του
και τους καρπούς του κόπου του
να τους απολαμβάνει.

Αυτά είναι δώρα απ' τον Θεό,
γιατί αυτόν τον άνθρωπο δεν τόνε βασανίζουν 
σκοτούρες και προβλήματα
στις μέρες της ζωής του,
αφού η καρδιά του ευφραίνεται
με τα καλά που έχει.

Ο Εκκλησιαστής – Ένα φιλοσοφικό βιβλίο/ποίημα για τη ζωή
---------
«Ο Εκκλησιαστής παραμένει ένα αίνιγμα. Την ίδια στιγμή που χαρακτηρίζεται ως το σκοτεινότερο κείμενο της παγκόσμιας λογοτεχνίας, ο Εκκλησιαστής περιγράφεται και σαν ένας φιλοσοφικός ύμνος στη χαρά. Ίσως γιατί τόλμησε να βυθιστεί πέρα ώς πέρα στο σκοτάδι της ματαιότητας, για να βρει ένα πράγμα αληθινά φωτεινό.
Η χαρά του κόπου. Αυτό είναι το μερτικό του ανθρώπου, το μόνο πράγμα που αξίζει στις μετρημένες μέρες της ζωής του.»
---------

Το αρχαίο κείμενο

9 ᾿Αγαπῶν ἀργύριον οὐ πλησθήσεται ἀργυρίου· 
καὶ τίς ἠγάπησεν ἐν πλήθει αὐτῶν γένημα; 
καί γε τοῦτο ματαιότης.
10 ἐν πλήθει ἀγαθωσύνης ἐπληθύνθησαν ἔσθοντες αὐτήν·
καὶ τί ἀνδρεία τῷ παρ᾿ αὐτῆς ὅτι ἀλλ᾿ ἢ τοῦ ὁρᾶν ὀφθαλμοῖς αὐτοῦ; 
11 γλυκὺς ὕπνος τοῦ δούλου εἰ ὀλίγον καὶ εἰ πολὺ φάγεται· 
καὶ τῷ ἐμπλησθέντι τοῦ πλουτῆσαι οὐκ ἔστιν ἀφίων αὐτὸν τοῦ ὑπνῶσαι. 
12 ἔστιν ἀρρωστία, ἣν εἶδον ὑπὸ τὸν ἥλιον, 
πλοῦτον φυλασσόμενον τῷ παρ᾿ αὐτοῦ εἰς κακίαν αὐτῷ, 
13 καὶ ἀπολεῖται ὁ πλοῦτος ἐκεῖνος ἐν περισπασμῷ πονηρῷ, 
καὶ ἐγέννησεν υἱόν, καὶ οὐκ ἔστιν ἐν χειρὶ αὐτοῦ οὐδέν. 
14 καθὼς ἐξῆλθεν ἀπὸ γαστρὸς μητρὸς αὐτοῦ γυμνός, 
ἐπιστρέψει τοῦ πορευθῆναι ὡς ἥκει, καὶ οὐδὲν οὐ λήψεται 
ἐν μόχθῳ αὐτοῦ, ἵνα πορευθῇ ἐν χειρὶ αὐτοῦ.
15 καί γε τοῦτο πονηρὰ ἀρρωστία· ὥσπερ γὰρ παρεγένετο, 
οὕτως καὶ ἀπελεύσεται, καὶ τίς ἡ περισσεία αὐτοῦ, ᾗ μοχθεῖ εἰς ἄνεμον; 
16 καί γε πᾶσαι αἱ ἡμέραι αὐτοῦ ἐν σκότει 
καὶ ἐν πένθει καὶ θυμῷ πολλῷ καὶ ἀρρωστίᾳ καὶ χόλῳ. 
17 ᾿Ιδοὺ εἶδον ἐγὼ ἀγαθόν, ὅ ἐστι καλόν, τοῦ φαγεῖν καὶ τοῦ πιεῖν 
καὶ τοῦ ἰδεῖν ἀγαθωσύνην ἐν παντὶ μόχθῳ αὐτοῦ, 
ᾧ ἐὰν μοχθῇ ὑπὸ τὸν ἥλιον ἀριθμὸν ἡμερῶν ζωῆς αὐτοῦ, 
ὧν ἔδωκεν αὐτῷ ὁ Θεός· ὅτι αὐτὸ μερὶς αὐτοῦ. 
18 καί γε πᾶς ἄνθρωπος, ᾧ ἔδωκεν αὐτῷ ὁ Θεὸς πλοῦτον 
καὶ ὑπάρχοντα καὶ ἐξουσίασεν αὐτῷ φαγεῖν ἀπ᾿ αὐτοῦ 
καὶ λαβεῖν τὸ μέρος αὐτοῦ καὶ τοῦ εὐφρανθῆναι ἐν μόχθῳ αὐτοῦ, 
τοῦτο δόμα Θεοῦ ἐστιν. 
19 ὅτι οὐ πολλὰ μνησθήσεται τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς αὐτοῦ· 
ὅτι ὁ Θεὸς περισπᾷ αὐτὸν ἐν εὐφροσύνῃ καρδίας αὐτοῦ.
--------------

Ο Εκκλησιαστής (Ἐκκλησιαστής, εβρ. קֹהֶלֶת) είναι ένα από τα 24 βιβλία της Τανάκ (της ιουδαϊκής Βίβλου), και το εικοστό έβδομο από τα 49 της ορθόδοξης χριστιανικής Παλαιάς Διαθήκης, γραμμένο κατά την περίοδο από το 450 ως το 180 π.Χ..
Ο τίτλος «Εκκλησιαστής» (που μεταγράφηκε αμετάφραστος στη λατινική, και από εκεί σε όλες τις ευρωπαϊκές γλώσσες, ως Ecclesiastes) είναι η ελληνική απόδοση του εβραϊκού Κοχελέτ ή Κοχελέθ (Kohelet ή Qoheleth), που σημαίνει αυτόν που συγκαλεί συνέλευση (πρβλ. «εκκλησία του δήμου»), αλλά παραδοσιακά μεταφράζεται ως «Διδάσκαλος» ή «Κήρυκας», το ψευδώνυμο που μεταχειρίζεται ο συγγραφέας του βιβλίου.
Το βιβλίο αποτελεί περιγραφή εμπειριών και συναγωγή διδαγμάτων από αυτές, συχνά αυτοκριτικών. Ο συγγραφέας... εξετάζει το νόημα της ζωής και το ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος να ζει κάποιος. 


Διακηρύσσει ότι όλες οι πράξεις του ανθρώπου είναι ... «ανάσα του ανέμου», δηλαδή μάταιες, καθώς τόσο ο πλέον σώφρονας, όσο και ο πλέον άφρονας καταλήγουν στον θάνατο. 
Ο Εκκλησιαστής ωστόσο σαφώς υιοθετεί τη σωφροσύνη ως μέσο για μια καλή επίγεια ζωή. Στο φως της ματαιότητας αυτής της ζωής, ο άνθρωπος πρέπει να απολαμβάνει τις απλές χαρές της καθημερινής ζωής, οι οποίες είναι δώρα από το χέρι του Θεού. 
Το βιβλίο καταλήγει με την παραίνεση: «τὸν Θεὸν φοβοῦ καὶ τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ φύλασσε, ὅτι τοῦτο πᾶς ὁ ἄνθρωπος.» (κεφ. ιβ΄, στ. 13).
Ο Εκκλησιαστής άσκησε βαθιά επίδραση στη λογοτεχνία και γενικότερα στη σκέψη του δυτικού κόσμου. 

Περιέχει τις πολύ γνωστές φράσεις «ματαιότης ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότης» (κεφ. α΄, στ. 2) και «ουδέν καινόν υπό τον ήλιον» (α΄ 9).
πηγή

πρώτη ανάρτηση: hamomilaki

2015-08-04

Βασιλική Δεδούση — Μάθε ν’ ακούς ...

Μάθε ν’ ακούς
μη φεύγεις, μην αποχωρείς,
Κι ας παγώνουν τα μέλη σου
Μη πεις ποτέ «δεν υπάρχει, δεν γίνεται να υπάρχει»
Άκου καθαρά τα ουρλιαχτά της απόγνωσης
Κάνε δική σου τη φωνή του
-----------------------
Να ‘μαι τώρα εδώ, πάντα εδώ,
με στοίβες ζωντανά χαρτιά άγραφα γύρω μου,
με μια καρδιά γεμάτη ευγνωμοσύνη,
με μια ψυχή δραπέτη, όχι φυγά,
ν’ αποτινάζει ανοίκεια βάρη·
ξέρω πως ναι, υπάρχουν,
μα στο δικό μου άβατο
«Απαγορεύεται η Είσοδος»

2015-06-14

Βασιλική Δεδούση — Η Πανδώρα και το τραγούδι του γιατρού


Χορός
Μα της καρδιάς μου τη χαρά,
ο Δίας την εφθόνεψε
και —συφορά μου μεγάλη—
εκδίκηση γύρεψε.

Φτιαχτή γυναίκα, πλάσμα αγέννητο,
χωρίς των θνητών του αφαλού το σημάδι,
σκάρωσε,
και του αδερφού σου τη χάρισε,
—γλυκιά ζωή γι αυτόν, πικροζωή για μένα—.
Ιερέας
Ασύνετα την έκαμε κυρά κι αρχόντισσά του,
και η δικιά σου συμβουλή λόγια μονάχα,
γράμματα σκόρπια, στη σειρά, μα νόημα κανένα.
Χορός
«Δώρο απ’ τους θεούς να μην καταδεχτείς,
άδωρο κι ολέθριο θα ’ναι».
Ιερέας
Έτσι του είπες, μα δε σ’ άκουσε
Το όνομά της, Πανδώρα,
γητεύτρα πανέμορφη,
—ο νους να τα χάνει—
και —ώρα μισητή, ώρα καταραμένη—
της παραδώσαν οι θεοί ένα κουτί για προίκα.
Σαν τ’ άνοιξε, έτσι απλά με τ’ άστοχό της χέρι,
όλου του κόσμου τα δεινά απάνωθέ μας πέσαν,
αρρώστιες, πόνοι, βάσανα
κι ό,τι κακό, κι ό,τι στραβό μπορεί να βάνει ο νους σου.
Αρρώστιες, πλήθος φοβερό,
ανίατες… έτσι ο Δίας το ’θελε.

Απ’ το κουτί ανάβλυσαν οι ποταμοί της θλίψης,
των θρήνων άθλια βογγητά, ολολυγμοί ανημποριάς
κατάρες για την τύχη μας,
και βλαστημούσαν άπρεπα κορμιά βασανισμένα.
Χορός
Πώς σ’ ένα τόσο δα κουτί μπόρεσαν να χωρέσουν
του κόσμου όλου τα βάσανα
και η πικρή Ανάγκη;

Γιατρός και γιάτρισσα
Ικέτες ταπεινοί τους βωμούς των θεών αγγίζοντας,
γιατρειά, απαλλαγή, λυτρωμό περιμέναμε.
Παρηγορήτρα ελπίδα, αυτή μοναχά
τους άθλιους βροτούς στη ζωή συγκρατούσε.

Εσύ ’σουν η ελπίδα μας
Πυρφόρε Προμηθέα,
προστάτη κι ευεργέτη μας.
Γιατρός
Δάσκαλος γίνηκες σε μαθητή απελπισμένα πρόθυμο.
Κι ολημερίς πορεύομαι πα’ σε βουνών ψηλοκορφές
ή χάνομαι, για μέρες,
για εφταήμερα και για μηνούς ολάκερους,
σε φαραγγιών φιδόδρομους
σε τόπους βαλτωμένους.
Γιάτρισσα
Κλωνούς, φυλλάκια και ριζά
βρίσκω, ξεραίνω, τρίβω
και, στη χάση ή τη γέμιση,
της πάγχλωμης αρχόντισσας,
της κυβενήτρας της νυχτιάς της μαγιοφορτωμένης,
μιλημένα σκαρώνω γιατρικά,
με προσοχή και σύνεση, με μέτρημα και γνώση
μιας και όσα δίνουνε ζωή
και λύτρωση από πόνους,
τα ίδια αυτά στον ύπνο τον αιώνιο
βυθίζουν τους ανθρώπους.
Γιατρός
Με τη δροσιά της χαραυγής του δειλινού τον ίσκιο,
της μεγάλης ευθύνης το βάρος φέροντας,
σκευάζω και φτιάχνω,
από μέντα, σκόρδο δύσοσμο,
αγγελική και δυόσμο,
μάραθο, ρόδι, δίκταμο,
τσουκνίδα, και θυμάρι,
ρίγανη, δεντρολίβανο
κι απ’ άλλα χίλια μύρια της γης δωρίσματα,
σκευάζω και φτιάχνω
σκόνες, και αφεψήματα,
ματζούνια, καταπλάσματα,
βάλσαμα κι άλλα γιατρικά
να τα ’χω να γιατρεύομαι
και να γιατροπορεύω.

Για τα νεφρά τα άρρωστα,
για στομαχιού τους πόνους
μου ’μαθες το χαμαίμηλο, της γης το θείο δώρο,
και με τα δάκρυα κλαίουσας
τον πυρετό να ρίχνω.
Για τον βαθύ το βήχα,
που βασανίζει σωθικά και τα καταταράζει
τον καταπράσινο χυμό της ιερής μολόχας,
για τ’ ανακάτεμα του στομαχιού το δυόσμο
—που ’ναι καλός και σαν τριφτεί σε μέλη πονεμένα—.
Γιάτρισσα
Για να κοιμούνται τα παιδιά
αρκεί μια τόση δα γουλιά
της υπνοφόρου μύκωνος
και ο Μορφέας φτερωτός
στην αγκαλιά τα παίρνει.
Σαν αφορμίζουν οι πληγές,
με του ψωμιού τη μούχλα
κλείνουν, γιατρεύονται με μιας.
Του λιναριού το σπόρο λιώνοντας
φτιάχνω γιατρικά
για τα γυναίκεια πάθια,
τα έμμηνα.
Γιατρός
Να ξεχωρίζω μ’ έμαθες φαρμάκια από βοτάνια,
φίλτρα να φτιάχνω από βολβούς
από τα σπόρια σουσαμιού κι απ’ το γλυκό μέλι
και μ’ όλ’ αυτά
—κι άλλα πολλά που δεν τα φανερώνω—
αμίλητα φίλτρα σκαρώνω
να πιάνουν φλόγα τα κορμιά,
να συνταιριάζουν οι θνητοί
—ακόμα και οι αταίριαστοι—
ν’ σμίγουν οι αθρώποι
και να σφιχταγκαλιάζονται,
να μη χαθεί το γένος μας
κι αφανιστεί η φυλή μας.
Χορός ανδρών και γυναικών
Χάρη σε σένα και πάλι το γένος μας σώθηκε
και στη ζωή κρατήθηκε και ως τα τώρα πρόκοψε
με της φωτιάς τη θεία δύναμη
που γνώση δίνει και το νου λευτερώνει,
Πυρφόρε Προμηθέα
Προστάτη κι ευεργέτη μας

Βασιλική Π. Δεδούση
από το έργο «Προμηθεύς Πυρφόρος»

2015-06-12

Βασιλική Δεδούση — Το τραγούδι του γεωργού

Van Gogh  Σταροχώραφα Κατά Το Θερισμό
(Γεωργός – και η σύντροφός του)

Γεωργός
Τα μυστικά της Δήμητρας μου ’μαθες
και γίνηκα της γης τρυφερός εραστής,
και παιδευτής ακούραστος.
Μου ’πες:
«Στον ουρανό η ματιά σου πάντα.
Τ’ Αυγερινού το κάλεσμα,
του Αποσπερίτη τ’ αθόρυβο διάβα
μη χάνεις,
των εποχών τις αλλαγές μάθε ν’ ακούς,
να οσμίζεσαι απ’ των ανέμων την ανάσα
και τ’ αλλιώτικο φύσημα».
Γυναίκα
Μου πες: «Μάθε ν’ ανθίζεσαι,
πότ’ είν’ η ώρα, για σπορά,
για θερισμό, για λίχνισμα και γι άλεσμα
και γι αμπελιού τον τρύγο,
για λιόκαρπου το μάζωμα
και πότε πρέπει σ’ οψιγιά
ν’ απλώνεις τα σταφύλια».
Γεωργός
Και γίνανε τα φοβερά των εποχών γυρίσματα
φίλοι και σύμμαχοί μου.
Με χαλινάρια, με ζυγούς
τ’ άγριο ταυρί το μέρεψα,
και τ’ άτι το ατίθασο
φίλος μου γίνηκε
και γλήγορό μου πόδι.
Της μάνας Γαίας φροντιστής,
μ’ αυλάκια καλοφρόντιστα ποτίζοντας το χώμα,
καρπίζω τ’ άγονα, στα λεπτόγαια σπέρνω,
στα χρυσοτόπια της Δήμητρας
κυμματισμοί ευλογίας αέρινης,
των κόπων μου τα δώρα.
Αγρίμια δάμασα,
συντρόφους οικόσιτους, βοηθούς ακάματους
στο σκληρό της γης τ’ όργωμα τα ’καμα.
Το χέρι μου τ’ αδύναμο,
με τ’ αλετριού το σίδερο και του μυαλού τη φλόγα,
εγίνηκε κατακτητής
και στέριωσα και πρόκοψα.
Γυναίκα
Γεμάτη η αυλή μου μερωμένα ζωντανά,
όλα στη δούλεψή μου,
πλέριες οι αποθήκες μου,
με ξηροκάρπια και τροφές
για τους βαριούς χειμώνες.
Χορός
Κι αυτά χάρη σε σένα,
Πυρφόρε Προμηθέα,
προστάτη κι ευεργέτη μας.
Βασιλική Π. Δεδούση
από το έργο «Προμηθεύς Πυρφόρος»

2015-04-30

Βασιλική Δεδούση — Εαρινό (Της ζωής το ξανάνιωμα)

19-4-2016
William McTaggart Spring (1864)
Η Κόρη κερνάει από πορφυρούς κυάθους
απόσταγμα απ΄ αγιόκλημα
και άρωμα γαζίας αιθέριας.
Η Μάνα Γη σε ευωχία χλοάζουσα
απλώνει μιαν αγκαλιά φιλόστοργη
και γλυκοανθισμένη.

Η ροδίτσα σαλεύει,
ανοίγει δειλά τα πρώτα της ματάκια
και κρατεί το κόκκινο χρώμα του λιόφωτου
για τα κάρπιμα άνθια της.
Χεράκια πράσινα αγκαλιάζουν τον πλάτανο
που κράτησε ζωντανή την καρδιά του
αμέλγοντας υπόγεια νάματα.

Καταπράσινες περδικούλες σκαλωμένες στα βράχια,
κρατάνε το ίσο
σε μεταμεσονύχτια αγρυπνιά μέσα σε κήπο,
—ανάστροφες θύμησες οσφραντικές—,
τότε π’ ακούς τις ανεπαίσθητες εκρήξεις των χυμών,
της ζωής το ξανάνιωμα,
ν’ ανασταίνει τα ριζοβόλα πλάσματα.

============================================= 

30-4-2015

Εαρινόν

Η Κόρη κερνάει από πορφυρούς κυάθους
απόσταγμα απ΄ αγιόκλημα
και άρωμα γαζίας αιθέριας.
Η Μάνα Γη σε ευωχία χλοάζουσα
απλώνει μιαν αγκαλιά φιλόστοργη

και γλυκοανθισμένη.
Η ροδίτσα σαλεύει,
ανοίγει δειλά τα πρώτα της ματάκια
και κρατεί το κόκκινο χρώμα του λιόφωτου
για τα κάρπιμα άνθια της.
Χεράκια πράσινα αγκαλιάζουν τον πλάτανο
που κράτησε ζωντανή την καρδιά του
αμέλγοντας υπόγεια νάματα.
Καταπράσινες περδικούλες σκαλωμένες στα βράχια,
κρατάνε το ίσο
σε μεταμεσονύχτια αγρυπνιά μέσα σε κήπο,
ανάστροφες θύμησες οσφραντικές—,
τότε π’ ακούς τις ανεπαίσθητες εκρήξεις των χυμών,
της ζωής το ξανάνιωμα,
ν’ ανασταίνει τα ριζοβόλα πλάσματα.


...................................

Η Κόρη κερνάει από πορφυρούς κυάθους απόσταγμα απ΄ αγιόκλημα
Άρωμα αιθέριας γαζίας
ανάστροφες θύμησες οσφραντικές
Η ροδιά σαλεύει μεθυσμένη και ανοίγει τα πρώτα της ματάκια
Χεράκια πράσινα αγκαλιάζουν τον πλάτανο που κράτησε
Ζωντανή την καρδιά του αμέλγοντας υπόγεια νάματα
Ζωντανεύουν καταπράσινοι οι μαντρότοιχοι
Μεταμεσονύχτια αγρυπνιά μέσα σε κήπο, τότε π’ ακούς τους χυμούς
Της ζωής το ξανάνιωμα ν’ ανασταίνει τα ριζοβόλα πλάσματα.


Βασιλική Π. Δεδούση