2016-11-17

Βασιλική Δεδούση — Τα "Θρασύμια"

Ποίημα για το Πολυτεχνείο

Για σένα τα λόγια τούτα
για σένα που, αν κανένας δε θα σ’ έπαιρνε χαμπάρι,
λοβοτόμος της ψυχής τους θα γινόσουν
εύκολα θα ‘μπαινες στο είναι τους, τη σκέψη, την καρδιά τους
και τα "σάπια" κομμάτια θα ‘κοβες
και στα σκυλιά θα τα πέταγες.
Τα "Θρασύμια" του 1973
«Έξω, θρασύμια, έξω απ’ το χώρο μου,
έξω απ’ τα δικά μου, έξω από τον κόσμο μου.
Θέλεις να σκέφτεσαι;
"Θρασύμι" ανάγωγο…. Πώς τολμάς;
Αν κανένας το σεβασμό στην καρέκλα μου δε σου ‘μαθε,
θες δε θες, θα σου τον μάθει το τεντωμένο μου δάχτυλο,
"θρασύμι", αλήτη φοιτητή, καταστροφέα, εμπρηστή.

Εγώ είμαι ο διαχειριστής των πάντων
Εγώ ορίζω, Εγώ καθορίζω, Εγώ σχεδιάζω, Εγώ εκτελώ
με τα δικά μου όργανα, με το δικό μου, σωστό τρόπο.
Εσύ υπακούς με το κεφάλι κάτω, «θρασύμι», αληταρά….

Τι είπες;;
Η Αντιγόνη;; ποια είναι αυτή;;
Κάποιο "θρασύμι" θα ‘τανε, σαν και σένα
Τι είπες;; ο Τσε;; ποιος είναι αυτός;
Κάποιο "θρασύμι" θα ‘τανε, σαν και σένα….

Τι είπες;;;;
ΨΩΜΙ!! Σιγά μη δεν έχεις ….
ΠΑΙΔΕΙΑ!! Σιγά μη σου λείπει ….
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ!! Γιατί;; Δεμένο σ’ έχω;;

Εγώ φταίω που δε σας μάντρωσα όλους, ΟΛΟΥΣ….
Τσακίσου από μπροστά μου, "θρασύμι"….
Καλά, να μη μπορείς να καταλάβεις το πόσο σε αγαπάω,
ότι για το καλό σου φροντίζω, ότι σε νοιάζομαι….
Τσακίσου από μπροστά μου, αχάριστο "θρασύμι"….»

Εσύ που έτσι σκέφτεσαι και πράττεις,
μάθε πως με των "Θρασυμιών" το αίμα η Ιστορία γράφεται,
μάθε ότι η μνήμη η συλλογική
τους αγώνες τους με σεβασμό τιμάει,
μάθε ότι η Ιστορία τους αλαζόνες ξερνάει,
μάθε πως κάτι σαν και σένα της ιστορίας
γένηκαν, γίνονται και ες αεί θα γίνονται
οι μαύρες της σελίδες, οι απόβλητοι παρίες της
και ο περίγελός της.
Βασιλική Π. Δεδούση

2016-07-24

Βασιλική Δεδούση — Στον Πευκιά μου

(Το Πουκάμισο του Τεμπέλη) 
Μέσα σε κείνα τα κουτάκια,
είν' η  Χρυσή μας Μύγα,
ακόμα ολοζώντανη,
με των ονείρων μας ιριδίζοντα
τ’ ανεξίτηλα τα χρώματα,
The cicada art print
«Θα σκάσουμε σήμερα, σαν τα τζιτζίκια», ακούγαμε τη μάνα μας να λέει
και χανόμασταν μες στον Πευκιά με μια γερή κλωστή στο χέρι,
απ’ το καλάθι της γιαγιάς το καλαμένιο,
μη βρούμε καμιά Ζίνα, κάτου απ’ της συκιάς τα πλατόφυλλα,
να τηνε γυρίσουμε ανάποδα,
να τηνε κάνουμε χρυσοπράσινο ελικόπτερο, να ζουζουνίζει
πάνω απ’ τα κεφάλια μας.

Αφήναμε τα τσίτινα φορέματα στην πέτρα
μη και κολλήσουν πάνω τους τα δάκρυα των πεύκων
και γυμνά, μ’ ένα βρακί μονάχα,
στολισμένα στα μαλλιά, τη μέση και τα χέρια με καραμελωτές γιρλάντες,
σαν άλλα νεραϊδόπουλα, κατάμαυρα απ’ τον ήλιο,
ψηλαφούσαμε με τα μάτια το χώμα και τις ρίζες
να βρούμε τα πουκάμισα των τεμπέληδων.

Μες σε σπιρτόκουτα, απ’ αυτά που ‘χε η μάνα μας δίπλα στη γκαζιέρα,
 χωνιάζαμε τους θησαυρούς μας

Αφουγκραζότανε η μάνα τη σιωπηλή μας πείνα, έβαζε φωνή
και μάνι-μάνι μας μπούκωνε με προσφάι
-ψωμί, ντομάτα και τυράκι και αυγό βραστό σφιχτό,
απ’ αλανιάρα κότα -
και πάλι πίσω τρέχαμε με τη μπουκιά στο στόμα
τόπο να βρούμε να χτίσουμε φωλιές για τα  τσιρόπουλα,
με κλωναράκια και πούσια ξερά, πάνω στο χώμα,
με μιαν αθώα σιγουριά, πως σ’ αυτές και μόνο τις φωλιές
τη νύχτα τους περνάνε.

Όλη τη νύχτα ανακούκουρδα τζιτζικίζαμε,
σκασμένα από τη ζέστη,
και το πρωί μάς έβρισκε και μας μεγαλωμένα
με το σεντόνι τυλιγμένο στο λαιμό ή στα ποδάρια,
τσαλακωμένο απ’ τον ιδρώ κι από το στριφογύρισμα,
ίδιο με το πουκάμισο του τεμπέλη, που τ’ άφησε
μιας και παραμεγάλωσε και πια δε τον χωρούσε.

Τι κι αν μας έμαθαν πώς κλίνεται ο τέττιξ,
«ως τριτόκλιτον, ουρανικόληκτον, καταληκτικόν, μονόθεμον», 
τι κι αν μάθαμε ότι η χρυσόμυγα είναι «κολεόπτερον, ουδόλως επιβλαβές»,
τι κι αν το μυαλό γεμίσαμε με τα «περί των ουσιαστικών και τα περί εντόμων»,
τι κι αν μάθαμε ν’ απαξιώνουμε τα «αδειανά πουκάμισα»;

Μέσα σε κείνα τα κουτάκια, είν' η  Χρυσή μας Μύγα,
ακόμα ολοζώντανη,
με των ονείρων μας ιριδίζοντα τ’ ανεξίτηλα τα χρώματα,
είν’ ο τεμπέλης τζίτζικας π’ άφησε πίσω του το διάφανο πουκάμισο,
- όπως εμείς τα τσίτινα ρουχαλάκια πάνω στην πέτρα,
ή τ’ ολάσπρο σεντονάκι μας -,
που τελικά δεν σκάει – ποτέ δεν έσκασε- αλλά το ‘σκασε,
για να ‘βρει κάπου αλλού δροσιά,
από του Κυνός τα καύματα, που ξαποστέλνει ο Σείριος
καταμεσίς του Ιούλη.
Βασιλική Π. Δεδούση

2016-05-31

Βασιλική Δεδούση — Ο Χάρτινος Αετός

Kite Flying, by Andrea Doss
Πέτα ψηλά χαρταετέ.
Τη φόρα δίνει σου η ψυχή
και τη φορά το χέρι.

Πέτα ψηλά, ανέβα
και μη νοιαστείς·
θα σ’ αυγαταίνω το σκοινί
και όσο θα βαραίνει,
τόσο μια άπλετη χαρά
στα στήθη θ’ ανεβαίνει

Πέτα ψηλά χαρταετέ.
του ουρανού το κάλεσμα
αφουγκράσου.
Πιάσε γλυκοκουβέντα
με του πλατιού αιθέρα
τ’ ακριβοθώρητα πλάσματα,
τ’ αγγελικά
και κάνε τα δικά σου
τα όμορφά τους μυστικά
που ΄ναι γιομάτα
ελπίδα.

Κι αν,‘κει ψηλά που θα βρεθείς,
πέσεις σε μαύρο σύννεφο,
ή μαζευτούνε γύρω σου
του φόβου τα μαυρόφτερα
γεράκια,
ατρόμητος και σταθερά
το πέταγμά τους κόψε
και πέτα ακόμα πιο ψηλά
στον γαλανό αιθέρα.

Γύρω μου θα μαζέψω
όλου του κόσμου τα παιδιά·
χαρτάκια θα σου στείλουμε
γραμμένα απ’ τις καρδούλες τους,
με γραμματάκια αδέξια,
τα «θέλω» τους να μάθεις
και πεταρίζοντας ψηλά
τις καθαρές φωνούλες τους
πά στων αγγέλων τα φτερά
μ’ αγάπη ν’ αποθέσεις.

Σαν έρθει η ώρα,
σινιάλο κάνε μου
κι εγώ, αγάλια-αγάλια,
φίλε αετέ μου, χάρτινε,
θα σου μαζέψω το σκοινί
κοντά μου θα σε φέρω
στις παιδικές τις αγκαλιές
να ‘ρθεις να ξαποστάσεις.

Μα, αν θελήσεις πάλι,
ψηλά ν’ ανέβεις λεύτερα,
μακριά απ’ της γης
το χώμα,
στο δεύτερό σου πέταγμα
θα σου το κόψω
το σκοινί,
να πορευτείς ελεύθερος
φίλε μου, χάρτινε αετέ,
του ανέμου αγαπημένε.

Δε θα χαθείς, το ξέρω.
Πλατιά φτερά θα βγάλεις
και θα γενείς
γοργόφτερος αετός,
τ’ Ολύμπου αγριοπούλι.

Δε θα σε χάσω.
θα ‘ρχεσαι κρυφά
στα παιδιακίσια όνειρα
και θα τους λες ψιθυριστά
πως θα ‘ρθει η ώρα κι η στιγμή,
όπου θα πάρουν τέλος
και μια για πάντα θα χαθούν
τα βάσανα του κόσμου.

2016-05-29

Βασιλική Δεδούση — Ηλίανθοι

Vincent van Gogh Painting Sun Flowers - Paul Gauguin
Στην τελευταία τρίλια
πεύκινης άρπας πουλιών ορθρινών,
στην αχνοφεγγιά τ’ αυγερινού
σκαλώνουν
κι αναξυπνούν τ’ ανθύλια του ηλίανθου

— πεταρίζουνε δίπλα ολάσπρες ροδαρές—.

Δεν είναι του 
Vincent μπάλες κλειστές,
ακρωτηριασμένες σ' ανθογυάλι χωμάτινο
από χρωστήρα βουτηγμένο σ’ αψέντι,
άνθη νεκρά και σε τάφους 
ακόμα αταίριαχτα

— ζωντανά φυτά και στα μνήματα πρέπουνε
να γενεί η αθρωπότη λιοτρόπι,
Κύριε, και το δικό Σου ν’ αποζητάει το Φως —.

Είναι θυρίδες ολάνοιχτες
το χρυσάφι πολύτιμο σε θέα κοινή
να το χαίρονται όλοι

Σαν πέσει το σούρουπο, σε δέηση υπομονής
διπλώνονται προσμένοντας
μιαν ακόμη ανατολή φωτοφόρα.

2016-05-24

Βασιλική Δεδούση — Εκκρεμότητες

Birgit Huttemann-Holz "Silent Poetry"
Στα λιγοστά ιντερμέδια κοιτάζω τούς κλώνους.
Όμφακες, ακόμα όμφακες
κι αγουρίδες
πουθενά καρπός ώριμος

Και οι ώρες της μέρας κυλούν,
κυλούν των βδομάδων οι μέρες 

και οι μήνες του χρόνου

Στη γη την άνυδρη στηρίζω τα πέλματα
-μην κι απ’ το νου δραπετέψει το φριχτό μοιρολόι -
στο χώμα που γυάλινο γίνηκε
το βλέμμα καρφώνω
για να θωρώ μανάδες στα μαύρα
στα μαύρα και κόρες
-τις σκηνές να μη χάσω, να μην ξεχαστώ-

Και οι ώρες της μέρας κυλούν
των βδομάδων οι μέρες …

Παιδιά στυλώνουν την ψυχή
δέονται βουβά
για παραμύθια ανάκουστα
που μέση, αρχή και τελειωμό δεν έχουνε.

Και οι ώρες της μέρας κυλούν…

Λέξεις πανάρχαιες περιμένουν,
γυρεύουνε να βγουν στο φως
στο σήμερα να πουν το όνομά τους

Και οι ώρες της μέρας …

Νύχια από σίδερο
σκαλίζουν αδιάκοπα χώμα σκληρό
καμωμένο από πάγο και δάκρυ και αίμα
να θάψουν βαθιά καρδιά κι αγάπες
και τραγούδια-ταχταρίσματα
και παραμύθια να ξεθάψουν
προτού να ΄ν αργά
προτού τα παιδιά μεγαλώσουν
και τους είναι αχρείαστα

Και οι ώρες της μέρας κυλούν
των βδομάδων οι μέρες και οι μήνες του χρόνου

Ένα βαθυγάλαζο πέλαγο να βαφτιστεί
περιμένει, εις μάτην…

Τόσα πολλά …
Πότε; Πότε;
Σε μια ζωή κοντόμερη
………. οριοθετημένη

2016-04-24

Ὠσαννὰ ἐν τοῖς ὑψίστοις - «ὡς οἱ παῖδες»

Ἦχος α'.

Τὴν κοινὴν Ἀνάστασιν πρὸ τοῦ σοῦ πάθους πιστούμενος,
ἐκ νεκρῶν ἤγειρας τὸν Λάζαρον, Χριστὲ ὁ Θεός·
ὅθεν καὶ ἡμεῖς ὡς οἱ παῖδες,
τὰ τῆς νίκης σύμβολα φέροντες,
σοὶ τῷ Νικητῇ τοῦ θανάτου βοῶμεν·
Ὡσαννὰ ἐν τοῖς ὑψίστοις,
εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος, ἐν ὀνόματι Κυρίου.


 ---------------
Θέλοντας, Χριστέ και Θεέ μας, να δείξεις, 
πριν από τ' άγια Πάθη Σου,
πως όλοι οι νεκροί θ' αναστηθούν,
τον Λάζαρο 
απ' τους νεκρούς ανέστησες. Γι αυτό και μεις, σαν τα παιδιά που Σε υποδέχτηκαν
κατά την είσοδό Σου στην πόλη την Ιερή, 

στα χέρια μας κρατάμε βάγια, της νίκης σύμβολα,
και δοξαστικά φωνάζουμε σ' Εσένα, τον νικητή του θανάτου: 
Βοήθησέ και σώσε μας, Συ που κατοικείς
στα ύψιστα τα μέρη του ουρανού, 

ευλογημένος να ΄σαι Συ,
που έρχεσαι απεσταλμένος από τον Κύριο!


«ὡς οἱ παῖδες»

Για Σένα πήραμε, Χριστέ, σαν τα παιδιά
στα χέρια μας τα νικητήρια βάγια,
σαν τότε οπού στην εμπασιά της Άγιας της Πόλης,
από τ’ άδειο πια του Λάζαρου γυρνώντας 

το μνημούρι,
του φοβερού θανάτου μας ελπιδοφόρος νικητής
και δωρητής φιλεύσπλαχνος του δώρου 

της ανάστασης,
γύρω σου κι ολοτρόγυρα
παιδιά φωνάζαν «Ωσαννά», βλογούσαν τ’ όνομά Σου,
τιμούσαν τον Πατέρα Σου που σ’ έστειλε κοντά μας.

Αξίωσέ μας, Δέσποτα Συ και της ζωής μας Κύριε,
μαζί μ’ εκείνα τα παιδιά, 

παιδιά κι εμείς δικά Σου,
αγαπημένα από Σε, 

φίλοι πιστοί κι αδέρφια Σου,
το «Ωσαννά», το «Δόξα Σοι» -για Σε που κατοικείς
στα ύψιστα του Ουρανού τα μέρη-
από καρδιά, από ψυχή και σκέψη και διάνοια
ολημερίς, ολονυχτίς να ανυμνολογούμε
κι ας παραστέκει, τώρα σαν πρώτα, όχλος αχάριστος
με στόματα μαυρόψυχα που ουρλιάζουν
«Σταυρωθήτω».

Βασιλική Π. Δεδούση

2016-03-29

Σκοτώθηκαν 70 άνθρωποι, οι 29 ήταν παιδιά, αλλά κανείς δεν λέει “Je suis Pakistan”

Δεν είμαι μόνο Γάλλος και Βέλγος
δεν είναι επιλεκτική η συμπόνοια μου
δεν είναι επιλεκτική η οργή και η συμπαράστασή μου

...............
Εγώ είμαι τα δάκρυα, εγώ είμαι ο πόνος
Εγώ είμαι η δυστυχία και η απόγνωση των ανθρώπων
Εγώ είμαι το δάκρυ των μανάδων
Εγώ είμαι ο άνθρωπος που πονάει φρικτά
Εγώ είμαι το παιδί που πνίγηκε στη θάλασσα
Εγώ είμαι το αίμα και η ζωή που άδικα χάνεται
σε όλον τον κόσμο...

...............
Je suis les larmes que je suis la douleur
Je suis souffre et le désespoir du peuple
Je suis les larmes des mères
Je suis l'homme qui fait mal horriblement
Je suis l'enfant qui se sont noyés en mer
Je suis le sang et la vie qui est perdu injustement
dans le monde entier...

2016-02-20

Βασιλική Δεδούση — Άστικτο δράμα

Δώσε ένα σολ και μετά ένα ντο
Σολ ντο
Παλάμες αταίριαστες στο χεράκι του χαριτωμένου
Κοριτσιού πάνω απ’ τα πλήκτρα
Πόσο μικρά είναι τα χέρια μου πονεμένα από την
Αδεξιότητά τους όχι άλλα τα πλήκτρα τα δικά μου

Αυτό που γίνεται στις χορδές κρύβει τα μυστικά
Της ομορφιάς από ιερόσυλα βλέμματα
Επιδέξια αγγίζει η ψυχή τα πλήκτρα της εκεί
Μέσα στο άδυτο των χορδών

Περιττά τα σκηνικά δυο καθίσματα ένα χαμηλό
Τραπέζι κεριά
Πάνω σε ένα πιάνο μεγάλο στη μέση
Θαυμάσια θα ταίριαζαν
Άδεια να ΄ναι η κατάμαυρη σκηνή χώρο
Θέλει ο πόνος
Ν΄ απλωθεί οι κραυγές να φτάνουν στο τώρα ζωντανές

Με μια κίνηση τα δίνεις όλα

Αγωνία θαυμασμός αποσιωπητικές παύσεις
Οργισμένες απορίες τέλος κομματιαστές ανάσες

Ένα μαντήλι η μόνη λευκή πινελιά πάνω στο μαύρο
Κάθε τόσο σφουγγίζει το παραλήρημα των ανοιχτών πληγών

Μια φράση μοχλός ανοίγει βαριές πύλες
Και κλείνουν σφραγίζουν τα ταραγμένα φρένα
Δεν την άντεξαν δεν αντέχουν όλοι τα ίδια
Η φράση έγινε ανοιχτή πύλη φρενοκομείου

Μάνα τα λόγια σου πρόσεχε πιότερο
Απ’ το ψωμί που δεν κάθεται στην καρδιά σου
Τα σχωρεμμένα λόγιαζες αμαρτωλά άλλο το ανόμημα
Να λες μετά δε το ‘θελα είναι άχρηστο και ανώφελο

Τέσσερις οκτάβες τρέμουν απ’ την αναμονή
Αγωνία των χορδών να δώσουν
Κατάμαυρο σκηνικό οι ψυχές απλωμένες
Ασφυκτιούν σε περιορισμένο χώρο
Τα φώτα δίνουν τη νότα την πρώτη
Ο φωτισμός δίνει ένα σολ και μετά ένα απρόσμενο ντο
Οι αχόρδιστες ψυχές ξυπνούν οι θύμισες στριμώχνονται
Να μπουν σε μια σειρά συγχορδίας
Σολ ντο
Μι ρε λα

Μήπως κάπως έτσι δεν αρχίζουν όλα

--------------
Εμπνευσμένο από «Το αμάρτημα της μητρός μου» του Γεωργίου Μ. Βιζυηνού, σε σκηνοθεσία Ηλία Λογοθέτη και παραγωγή της Θεατρικής Εταιρείας ΩΔΗ, στο Θέατρο της Ανώτατης Σχολής Καλών Τεχνών.